λουλουδίζω

λουλουδίζω
αμετ.
1) цвести, расцветать; 2) перен. цвести, иметь цветущий вид; быть в расцвете лет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λουλουδίζω" в других словарях:

  • λουλουδίζω — και λουλουδιάζω λουλούδι(α)σα, λουλουδι(α)σμένος 1. ανθίζω: Την άνοιξη λουλουδιάζει ο τόπος. 2. μτφ., ακμάζω: Η χώρα λουλούδιζε πριν τον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουλουδίζω — και λουλουδιάζω (Μ λουλουδίζω και λουλουδιάζω) 1. βγάζω λουλούδια, ανθίζω, θάλλω 2. γίνομαι όμορφος σαν το λουλούδι νεοελλ. 1. βρίσκομαι σε ανθηρή κατάσταση, ακμάζω 2. κάνω κάτι να ανθήσει, συντελώ στην άνθηση …   Dictionary of Greek

  • αλουλούδιστος — η, ο [λουλουδίζω] 1. αυτός που δεν έχει άνθη, που δεν άνθησε, δεν έβγαλε λουλούδια 2. αυτός που δεν δοκίμασε χαρές στη ζωή του 3. (για γραπτό ή προφορικό κείμενο) αυτός που δεν είναι διανθισμένος με καλολογικά στοιχεία, ποιητικές φράσεις, εικόνες …   Dictionary of Greek

  • εξανθώ — και εξανθίζω (AM ἐξανθῶ, έω) 1. ανθίζω, λουλουδίζω, ανθώ («ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεὶ κρίνον, Κύριε», Μηναία) 2. εμφανίζω εξανθήματα 3. χημ. αναδίδω άλατα ή σκουριά πάνω στην επιφάνεια μου 4. (για χρώματα) ξεθωριάζω 5. (για κρασί) ξεθυμαίνω αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λουλουδιστός — ή, ό [λουλουδίζω] ανθισμένος …   Dictionary of Greek

  • λουλούδισμα — το [λουλουδίζω] 1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό, άνθηση, ανθοφορία 2. μτφ. θαλερότητα, ακμή …   Dictionary of Greek

  • υπερεξανθώ — έω, Α ανθίζω πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐξανθῶ «ανθίζω, λουλουδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ανθίζω — άνθισα, ανθίστηκα, ανθισμένος (και ανθώ) 1. λουλουδίζω, αποκτώ άνθη: Τα περισσότερα δέντρα είχαν ανθίσει. 2. ακμάζω: Στην αρχαία Ελλάδα άνθισαν κάποτε τα γράμματα κι οι επιστήμες. 3. το μέσ., ανθίζομαι μυρίζομαι, παίρνω είδηση: Ανθίστηκα αμέσως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλλω — έθαλα, αμτβ. 1. (για φυτά), βλασταίνω άφθονα, ευδοκιμώ, λουλουδίζω. 2. μτφ., είμαι ανθηρός, είμαι ακμαίος, είμαι γεμάτος σφρίγος. 3. μτφ., ευτυχώ, είμαι ευτυχισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»